ἰσαύδης

ἰσαύδης
ἰσαύδης [ῐ], ες, ([etym.] αὐδή)
A of the same name, Theoc.Syrinx9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ισαύδης — ἰσαύδης, ες (Α) αυτός που έχει το ίδιο όνομα, αυτός που ηχεί με όμοιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + αὐδή «ήχος»] …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”